- αλσοφύλακας
- οο φύλακας του άλσους, του πάρκου: Ο αλσοφύλακας έκανε παρατήρηση στα παιδιά που έπαιζαν στην πρασινάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλσοφύλακας — ( αξ), ο φύλακας άλσους, δασοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. άλσος + φύλαξ ( ακας)] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek